δεκάρικος

δεκάρικος
-η, -ο [δεκάρα]
1. όποιος έχει αξία δέκα λεπτών, μιας δεκάρας («δεκάρικος καφές»)
2. το ουδ. ως ουσ. δεκάρικο
νόμισμα μεταλλικό αξίας δέκα δραχμών
3. φρ. «έβγαλε ένα δεκάρικο» — για ανούσιο και άστοχο, σοβαροφανή ρητορικό λόγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεκάρικος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία μιας δεκάρας, ασήμαντος: Μας έβγαλε ένα δεκάρικο λόγο. 2. το ουδ. ως ουσ., δεκάρικο νόμισμα αξίας δέκα ευρώ (στο παρελθόν, δέκα δραχμών), δεκάδραχμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • πεντάρικος — η, ο [πεντάρα] 1. αυτός που αξίζει μια πεντάρα 2. μτφ. (για λόγους και αγορεύσεις) στομφώδης και χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, δεκάρικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”