- δεκάρικος
- -η, -ο [δεκάρα]1. όποιος έχει αξία δέκα λεπτών, μιας δεκάρας («δεκάρικος καφές»)2. το ουδ. ως ουσ. δεκάρικονόμισμα μεταλλικό αξίας δέκα δραχμών3. φρ. «έβγαλε ένα δεκάρικο» — για ανούσιο και άστοχο, σοβαροφανή ρητορικό λόγο.
Dictionary of Greek. 2013.